περίπαιγμα

περίπαιγμα
το, -ατος
ειρωνεία, κοροϊδία, περιγέλασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίπαιγμα — το, Ν [περιπαίζω] 1. το να περιπαίζει κανείς κάποιον ή κάτι 2. περιπαιχτικός λόγος ή ενέργεια …   Dictionary of Greek

  • έμπαιγμα — το (AM ἔμπαιγμα) 1. περίπαιγμα, σκώμμα 2. εμπαιγμός …   Dictionary of Greek

  • επικερτόμημα — ἐπικερτόμημα, τὸ (Α) χλευαστικός λόγος, περίπαιγμα …   Dictionary of Greek

  • εμπαιγμός — ο 1. χλευασμός, περίπαιγμα, περιγέλασμα. 2. εξαπάτηση, κορόιδεμα, ξεγέλασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυκτηρισμός — ο ειρωνεία, χλευασμός, περίπαιγμα: Δεν άντεξε τους μυκτηρισμούς των συγκρατούμενών του και αυτοκτόνησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ου! — (επιφών.), δηλώνει περίπαιγμα, αηδία, ειρωνεία, αποδοκιμασία: Ου! δεν ντρέπεσαι. – Ου! μας σκότισες. – Ου! να χαθείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χλευασμός — ο περιγέλασμα, περίπαιγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”